συνήκοος

συνήκοος
συνήκοος, ον, ([etym.] ἀκοή)
A hearing together,

οἱ σ. τῶν λόγων Pl.Lg.711e

; τῷ κορυφαίῳ ς. as able to hear as the first, Plu.2.678e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνήκοος — hearing together masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήκοος — και συνάκοος, ον, Α 1. αυτός που ακούει κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηκοος (< ἀκούω), πρβλ. κατ ήκοος, ὑπ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

  • συνήκοον — συνήκοος hearing together masc/fem acc sg συνήκοος hearing together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηκόους — συνήκοος hearing together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνήκοοι — συνήκοος hearing together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήκοον — συνήκοον , συνήκοος hearing together masc/fem acc sg συνήκοον , συνήκοος hearing together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • βαρήκοος — η, ο (Α βαρυήκοος, ον) εκείνος που βαριακούει, που δεν ακούει καλά αρχ. παθ. όποιος εξασθενίζει, μειώνει την ακοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ακούω, με έκταση του α σε η κατά τη σύνθεση (πρβλ. ανήκοος, ευήκοος, οξυήκοος, συνήκοος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • συνάκοος — ὁ, Α βλ. συνήκοος …   Dictionary of Greek

  • ξυνηκόους — συνηκόους , συνήκοος hearing together masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνήκοοι — συνήκοοι , συνήκοος hearing together masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”